ἀπομυθέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπομῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[απαγορεύω]], [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀπομῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[απαγορεύω]], [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπομῡθέομαι:''' разубеждать, отговаривать (τινί τι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A dissuade, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην Il. 9.109. II = ἀπολογέομαι, Stratt.72.
German (Pape)
[Seite 315] ausreden, abrathen, Il. 9, 109 μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην; Stratt. bei A. B. 421 ἀπεμυθήσω, durch ἀπελογήσω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομῡθέομαι: ἀποθ. ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κωλύω, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ’ ἀπεμυθεόμην Ἰλ. Ι. 109. ΙΙ. = ἀπολογέομαι Στράττις ἐν Ἀδήλ. 14 (Α. Β. 421. 14).
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 déconseiller : τινί τι qch à qqn;
2 se justifier.
Étymologie: ἀπό, μυθέω.
Greek Monotonic
ἀπομῡθέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., απαγορεύω, αποτρέπω, εμποδίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομῡθέομαι: разубеждать, отговаривать (τινί τι Hom.).