ἀπομείρομαι: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπομείρομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[διανέμω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αποχωρίζομαι από, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπομείρομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[διανέμω]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., αποχωρίζομαι από, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπομείρομαι:''' <b class="num">1)</b> распределять, назначать в удел (ἔγοιο τρίτην αἶσαν Hes.);<br /><b class="num">2)</b> отделяться ([[θεῶν]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A distribute, αἶσαν Hes.Op.578. 2 Pass., to be parted from, Id.Th.801, Arat.522:—in each place with v.l. ἀπαμείρομαι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 314] (s. μείρομαι), 1) austheilen, Hes. O. 576. – 2) abtrennen, θεῶν ἀπομείρεται Hes. Th. 801, er wird von ihnen getrennt. An beiden Stellen v. l. ἀπαμείρομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομείρομαι: ἀποθ. διαμοιράζω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 576. 2) παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, θεῶν ἀπομείρεται ὁ αὐτ. Θ. 801: - ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὑπάρχει καὶ ἑτέρα γραφή, ἀπαμείρομαι, ἴδε τὴν λέξιν.
French (Bailly abrégé)
1 distribuer, partager;
2 être séparé de, gén..
Étymologie: ἀπό, μείρομαι.
Spanish (DGE)
quedarse con una parte ἠὼς γὰρ ἔργοιο τρίτην ἀπομείρεται αἶσαν la aurora se lleva la tercera parte del trabajo del día Hes.Op.578.
Greek Monolingual
ἀπομείρομαι (Α)
1. διαμοιράζω
2. αποχωρίζομαι.
Greek Monotonic
ἀπομείρομαι: αποθ.,
1. διανέμω, σε Ησίοδ.
2. Παθ., αποχωρίζομαι από, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομείρομαι: 1) распределять, назначать в удел (ἔγοιο τρίτην αἶσαν Hes.);
2) отделяться (θεῶν Hes.).