Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσκάντης: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκάντης:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> φτωχή [[κλίνη]], αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρετρο]], [[νεκροκρέβατο]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀσκάντης:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> φτωχή [[κλίνη]], αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρετρο]], [[νεκροκρέβατο]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσκάντης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> убогая постель, жалкий одр Arph., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> похоронные носилки Anth.
}}
}}

Revision as of 17:27, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάντης Medium diacritics: ἀσκάντης Low diacritics: ασκάντης Capitals: ΑΣΚΑΝΤΗΣ
Transliteration A: askántēs Transliteration B: askantēs Transliteration C: askantis Beta Code: a)ska/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A pallet, Ar.Nu.633, Luc.Lex.6.    II bier, AP 7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 370] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκάντης: -ου, ὁ κράβατος, κλινίδιον εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. φέρετρον, νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grabat.
Étymologie: DELG ? ; terme prob. populaire.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ catre Ar.Nu.633, Call.Fr.240, Luc.Lex.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio, AP 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἀσκάντης, ο (Α)
1. φτωχικό στρώμα, ψάθα
2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν
κράββατον» (Ησύχιος)].

Greek Monotonic

ἀσκάντης: -ου, ὁ,
I. φτωχή κλίνη, αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.
II. φέρετρο, νεκροκρέβατο, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσκάντης: ου ὁ1) убогая постель, жалкий одр Arph., Luc.;
2) похоронные носилки Anth.