ἀρτιφυής: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιφυής:''' -ές και ἀρτί-φῠτος, -ον, ([[φύομαι]]), αυτός που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νέος]], [[φρέσκος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀρτιφυής:''' -ές και ἀρτί-φῠτος, -ον, ([[φύομαι]]), αυτός που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νέος]], [[φρέσκος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιφυής:''' недавно уродившийся, т. е. свежий ([[κράμβη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιφῠής Medium diacritics: ἀρτιφυής Low diacritics: αρτιφυής Capitals: ΑΡΤΙΦΥΗΣ
Transliteration A: artiphyḗs Transliteration B: artiphyēs Transliteration C: artifyis Beta Code: a)rtifuh/s

English (LSJ)

ές,

   A just born, ἀ. ἔθανον Epigr.Gr. 334.11 (Ilium), cf. Inscr.Cos343; fresh, κράμβη AP6.21, cf. Dsc.3.15; κύκλος ἰούλων Nonn.D.3.416.    II of number, even, Hp.Septim. 9.

German (Pape)

[Seite 362] κράμβη, eben gewachsen, Ep. ad. 176 (VI, 21). – Aber ἀριθμός, gerade Zahl, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui vient de naître, de pousser;
2 en parl. de nombres pair.
Étymologie: ἄρτι, φύω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐφυής) -ές
I 1de pers. que apenas pudo desarrollarse, de tierna edad esp. de hombres jóvenes ἀνήρ IKyme 49.8 (II/I a.C.), ἀ. ἔθανον IIl.176.11 (II d.C.), cf. IC 343.
2 que empieza a despuntar κύκλος ἰούλων Nonn.D.3.416
esp. de plantas tierno κράμβη AP 6.21, βλάστησις Dsc.1.praef.7, πόα Dsc.3.14, φύλλα Gp.2.6.32, cf. Nonn.D.12.191, Poll.1.231.
II de números par por naturaleza Hp.Oct.1.8.

Greek Monolingual

ἀρτιφυής, -ές (AM)
1. αυτός που τώρα μόλις βλάστησε
2. ο νεογέννητος
αρχ.
(για αριθμό) ο άρτιος.

Greek Monotonic

ἀρτιφυής: -ές και ἀρτί-φῠτος, -ον, (φύομαι), αυτός που μόλις γεννήθηκε, νέος, φρέσκος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιφυής: недавно уродившийся, т. е. свежий (κράμβη Anth.).