ἀψίνθιον: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀψίνθιον:''' τό, το [[φυτό]] [[αψιθιά]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀψίνθιον:''' τό, το [[φυτό]] [[αψιθιά]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀψίνθιον:''' τό бот. полынь ([[Artemisia]] [[absinthium]]) Xen., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A wormwood, Artemisia Absinthium, Hp.Morb.3.11, Mul.1.74, X.An. 1.5.1, Thphr.HP1.12.1, Dsc.3.23; ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Men.708:—also ἄψινθος, ἡ, Aret.CD1.13, but ὁ, Apoc.8.11; and ἀψινθία, ἡ, Alex. Trall.1.10. II ἀψίνθιον, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24. 2 = Artemisia monosperma, Aq.Pr.5.4. 3 ἀ. θαλάσσιον, = σέριφον, Dsc.3.23.
German (Pape)
[Seite 421] τό, Wermuth, Xen. An. 1, 5, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψίνθιον: τό, τὸ φυτὸν ἡ ἀψινθιά, Ἱππ. 491. 1, 619. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 12., 1, κτλ.· ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 160· - ὡσαύτως ἄψινθος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13, Ν. Διαθ. καὶ ἀψινθία, ἡ, Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 487: ἀψινθιάζω, εἶμαι πικρὸς ὡς τὸ ἀψίνθιον, Βυζ.· - ἀψινθᾶτον (ἐνν. πρόπομα), τό, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15·- ἀψινθίζομαι, καθίσταμαι πικρὸς ὡς τὸ ἀψίνθιον, Εὐστ. Πονημάτ. 103. 65·- ἀψίνθινος, η, ον, ἐξ ἀψινθίου παρεσκευασμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
absinthe, plante.
Étymologie: DELG indigène préhellénique.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): lat. absinthium Plin.HN 19.179
• Grafía: graf. ἀσπίνθιον Hsch., cf. tb. ἀπίνθιον
1 ajenjo, Artemisia absinthium L., Hp.Int.52, Mul.1.84, 97, 2.135, 205, Steril.230, X.An.1.5.1, Thphr.HP 1.12.1, Phld.Ir.44.21, Alex.Mynd.4, Lucr.1.936, Dsc.3.23, Plin.l.c., HN 21.135, Scrib.Larg.192, Cels.2.24.3, Gal.14.327, 332, 751, Alex.Trall.1.339.27, 343.6, Aq.Pr.5.4, PRain.Med.4.9
•fig. Βυζάντιον· ἀψίνθιον, πικρὰ πάντα Men.Sam.100, cf. Philostr.VA 1.21, ἀψινθίῳ <'π>έμιξας Ἀττικὸν μέλι Men.Comp.1.228, cf. Quint.Inst.3.1.5.
2 ἀ. θαλάσσιον ajenjo marino, Artemisia maritima L. o A. caerulescens L. καλοῦσι τινες καὶ τὸ σέριφον ἀψίνθιον θαλάσσιον Dsc.3.23, cf. Plin.HN 27.45, 53, Ps.Dsc.3.23.
Greek Monotonic
ἀψίνθιον: τό, το φυτό αψιθιά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀψίνθιον: τό бот. полынь (Artemisia absinthium) Xen., Arst.