βαλλαντιοτομέω: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βαλλαντιοτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)άντια, σε Πλατ., Ξεν. | |lsmtext='''βαλλαντιοτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κόβω]] μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)άντια, σε Πλατ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[βαλλαντιοτόμος]]<br />to cut purses, Plat., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 9 January 2019
English (LSJ)
A cut purses, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62 (βαλ-).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. βαλαντιοτομέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βαλαντιοτομέω Phryn.PS 53.14, S.E.M.2.12
cortar bolsas, hurtar Pl.R.575b, X.Mem.1.262, Plu.2.97e, Phryn.l.c., S.E.l.c.
Greek Monotonic
βαλλαντιοτομέω: μέλ. -ήσω, κόβω μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)άντια, σε Πλατ., Ξεν.
Middle Liddell
[from βαλλαντιοτόμος
to cut purses, Plat., Xen.