βατός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰτός:''' -ή, -όν ([[βαίνω]]), προσπελάσιμος, σε Ξεν.
|lsmtext='''βᾰτός:''' -ή, -όν ([[βαίνω]]), προσπελάσιμος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰτός:''' (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - v. l. к [[ἄβατος]]; ἡ [[ψάμμος]] Luc.; [[τόπος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτός Medium diacritics: βατός Low diacritics: βατός Capitals: ΒΑΤΟΣ
Transliteration A: batós Transliteration B: batos Transliteration C: vatos Beta Code: bato/s

English (LSJ)

ή, όν, (βαίνω)

   A passable, accessible, τοῖς ὑποζυγίοις X.An. 4.6.17, cf. Men.924, Arr.An.4.21.3, Nonn.D.1.54, al.; = βέβηλος, opp. ἄβατος, Porph.Abst.4.11: metaph., permissible, Just.Nov.30.8 Intr.    II Act., speeding, πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, gangbar, ersteigbar, τὰ βατά Soph. frg. 109; τοῖς ὑποζυγίοις Xen. An. 4, 6, 17; λίμνη Pol. 10, 8; zu durchwaten, Arr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτός: -ή, -όν, (βαίνω) διαβατός, εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. βέβηλος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
où l’on peut aller, accessible.
Étymologie: adj. verb. de βαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 accesible, a donde se puede llegarde montañas, X.An.4.6.17, τόπος Men.Fr.751, cf. Arr.An.4.21.3, γῆ IKyme 37.39, ISmyrna 210.10 (imper.), χθών UPZ 226.10 (II a.C.), Nonn.Par.Eu.Io.1.36, τὸ ἱερόν Porph.Abst.4.11
del mar, ríos vadeable, que se puede cruzar θάλασσα Lyc.1414, cf. Philostr.Im.1.25.2, Nonn.D.1.54, Par.Eu.Io.6.19
fig. accesible, fácil del estilo de Tucídides AP 9.583, ὥστε μηδενὶ τὰς τοιαύτας ἀργυρολογίας βατὰς ... γίνεσθαι Iust.Nou.30.8 tít.
2 rápido πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βατός, -ή, -όν) βαίνω
1. διαβατός, ευκολοπέραστος
2. κατορθωτός, εύκολος στην αντιμετώπισή του
μσν.
εκείνος που επιτρέπεται, που δεν είναι απαγορευμένος
αρχ.
1. βέβηλος (αντίθ. του άβατος)
2. φρ. «βατὸς πούς» — πόδι που κινείται γρήγορα.

Greek Monotonic

βᾰτός: -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βᾰτός: (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - v. l. к ἄβατος; ἡ ψάμμος Luc.; τόπος Plut.).