γαλερός: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(3) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γᾰλερός:''' -ά, -όν ([[γαίω]]), [[εύθυμος]], [[ευδιάθετος]], [[κεφάτος]]· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''γᾰλερός:''' -ά, -όν ([[γαίω]]), [[εύθυμος]], [[ευδιάθετος]], [[κεφάτος]]· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[γαίω]]?]<br />[[cheerful]]: adv. -ρῶς, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ά, όν,
A = γαληνός, cheerful, Hsch., AB229. Adv. -ρῶς cj. in AP12.50 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 471] heiter, vergnügt, VLL. – Adv., πίνειν Asclpds. 9 (XII, 50).
Greek (Liddell-Scott)
γαλερός: -ά, -όν, εὔθυμος, Α. Β. 229.―Ἐπίρρ. –ρῶς Ἀνθ. Π. 12. 50.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
serein.
Étymologie: DELG même groupe que γελάω.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): γαλη- Hsch.
apacible Paus.Gr.γ 2, Hsch., AB 229.31.
Greek Monolingual
γαλερός, -ά, -όν (Α)
εύθυμος, ιλαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. γαληρός < (θ.) γαλη- (πρβλ. γαλήνη) + (επίθημα) -ρος, αναλογικά προς τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. στυγ-ερός, κρατ-ερός κ.λπ.)].
Greek Monotonic
γᾰλερός: -ά, -όν (γαίω), εύθυμος, ευδιάθετος, κεφάτος· επίρρ. -ρῶς, σε Ανθ.