γεωλοφία: Difference between revisions
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(3) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεωλοφία:''' ἡ, [[λόφος]] από [[χώμα]], από γη, σε Στράβ., Ανθ. | |lsmtext='''γεωλοφία:''' ἡ, [[λόφος]] από [[χώμα]], από γη, σε Στράβ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[γεώλοφος]]<br />a [[hill]] of [[earth]], Strab., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A hill of earth, Str.5.4.3, AP6.98 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 488] ἡ, Erdhügel, Strab. 5, 4, 3; Z on. 2 (VI, 98).
Greek (Liddell-Scott)
γεωλοφία: ἡ, λόφος ἐκ γῆς, ἐκ χώματος, Στράβ. 242, Ἀνθ. Π. 6. 98.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
colline de terre, colline.
Étymologie: γεώλοφος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
colina Str.5.4.3, Ps.Dicaearch.2.7, AP 6.98 (Zon.).
Greek Monolingual
γεωλοφία, η (Α) γεώλοφος
χωμάτινος λόφος.
Greek Monotonic
γεωλοφία: ἡ, λόφος από χώμα, από γη, σε Στράβ., Ανθ.