δηρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δηρόβιος:''' Δωρ. δαρ-, <i>-ον</i>, [[μακρόβιος]], μακροζώητος, [[πολύχρονος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δηρόβιος:''' Δωρ. δαρ-, <i>-ον</i>, [[μακρόβιος]], μακροζώητος, [[πολύχρονος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. δᾱρ-, ον,
A long-lived, θεοί A.Th.524 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 568] lang lebend, dor. δαροβ., Aesch. Spt.
Greek (Liddell-Scott)
δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, ον, μακροχρόνιος, μακρόβιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 524.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. δαρόβιος;
qui a une longue vie.
Étymologie: δηρός, βίος.
Greek Monolingual
δηρόβιος και δωρ. τ. δαρόβιος -ον (Α)
αιωνόβιος, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος.
Greek Monotonic
δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, -ον, μακρόβιος, μακροζώητος, πολύχρονος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend.