διαείδω: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαείδω:''' (δηλ. <i>διαϜείδω</i>), μέλ. <i>-είσομαι</i>, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]]· ἣν ἀρετήν [[διαείσεται]], θα διακριθεί, θα [[δείξει]] την [[ανδρεία]] του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[διαείδω]]:</b> μέλ. <i>-αείσομαι</i>, Αττ. δι-ᾴδω, <i>-ᾴσομαι</i>· [[διαγωνίζομαι]] στο [[τραγούδι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''διαείδω:''' (δηλ. <i>διαϜείδω</i>), μέλ. <i>-είσομαι</i>, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]]· ἣν ἀρετήν [[διαείσεται]], θα διακριθεί, θα [[δείξει]] την [[ανδρεία]] του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[διαείδω]]:</b> μέλ. <i>-αείσομαι</i>, Αττ. δι-ᾴδω, <i>-ᾴσομαι</i>· [[διαγωνίζομαι]] στο [[τραγούδι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαείδω:''' Theocr. = διάδω. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
(A) (i.e.διαϝείδω), fut. -είσομαι,
A discern, distinguish, αὔριον ἢν ἀρετὴν διαείσεται will test his manhood, Il.8.535:—Pass., ἔνθα μάλιστ' ἀρετὴ διαείδεται is discerned, 13.277, cf. Aret.SD1.1; simply, appear between, A.R.2.579 (tm.).
δι-ᾰείδω (B), fut. -ᾰείσομαι: Att. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι:—Med., aor.
A διᾴσασθαι Phryn.PSp.65B.:—contend in singing, τινί with one, Theoc.5.22: abs., contend in song, sing for the prize, Arist.Po.1462a7, Phryn.l.c. II to be dissonant, opp. συνᾴδω, Heraclit.10.
German (Pape)
[Seite 577] = διᾴδω, um die Wette singen, διαείσομαι Theocr. 5, 22.
Greek (Liddell-Scott)
διαείδω: (ὃ ἐ. διαϝείδω), μέλλ. -είσομαι, διακρίνω, αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, θά καταδείξῃ τὴν ἀνδρείαν του, Ἰλ. Θ. 535. -Παθ., ἔνθα μάλιστ’ ἀρετὴ διαείδεται, διακρίνεται, καταφαίνεται, Ν. 277· ἁπλῶς, φαίνομαι μεταξύ, Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 579, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1· καί ἴδε διεῖδον.
French (Bailly abrégé)
1discerner ; Pass. être discerné, se montrer, paraître;
Moy. διαείδομαι (f. 3ᵉ sg. διαείσεται) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.
Étymologie: p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.
2poét. p. διᾴδω.
Greek Monolingual
(I)
διαείδω (Α)
1. διακρίνω
καταδεικνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαFείδω. Το β' συνθετικό της λ. είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι].———————— (II)
διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) αείδω
1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι
2. κάνω παραφωνία
3. τραγουδώ τα μέρη μεταξύ τών διαλόγων.
Greek Monotonic
διαείδω: (δηλ. διαϜείδω), μέλ. -είσομαι, διακρίνω, ξεχωρίζω· ἣν ἀρετήν διαείσεται, θα διακριθεί, θα δείξει την ανδρεία του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
• διαείδω: μέλ. -αείσομαι, Αττ. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι· διαγωνίζομαι στο τραγούδι, τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
διαείδω: Theocr. = διάδω.