διαυλοδρόμης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαυλοδρόμης:''' -ου, ὁ ([[δραμεῖν]]), [[δρομέας]] στο <i>[[δίαυλον]]</i>, σε Πίνδ.
|lsmtext='''διαυλοδρόμης:''' -ου, ὁ ([[δραμεῖν]]), [[δρομέας]] στο <i>[[δίαυλον]]</i>, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαυλοδρόμης:''' ου ὁ состязающийся в двойном пробеге (прямом и обратном) Pind.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαυλοδρόμης Medium diacritics: διαυλοδρόμης Low diacritics: διαυλοδρόμης Capitals: ΔΙΑΥΛΟΔΡΟΜΗΣ
Transliteration A: diaulodrómēs Transliteration B: diaulodromēs Transliteration C: diavlodromis Beta Code: diaulodro/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A runner in the δίαυλος, Pi.P.10.9.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Wettläufer im δίαυλος, Pind. P. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ, ὁ τρέχων ἐν τῷ διαύλῳ, Πίνδ. Π.10.14.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court le δίαυλος.
Étymologie: δίαυλος, δραμεῖν.

Greek Monotonic

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ (δραμεῖν), δρομέας στο δίαυλον, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

διαυλοδρόμης: ου ὁ состязающийся в двойном пробеге (прямом и обратном) Pind.