δνοπαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δνοπᾰλίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κουνώ]] με [[βία]], [[καταρρίπτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις</i>, «τύλιξε τα κουρέλια [[σου]] στο [[σώμα]] [[σου]]», σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''δνοπᾰλίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κουνώ]] με [[βία]], [[καταρρίπτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις</i>, «τύλιξε τα κουρέλια [[σου]] στο [[σώμα]] [[σου]]», σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''δνοπᾰλίζω:''' <b class="num">1)</b> досл. трясти, потрясать, ирон. носить на себе, таскать (τὰ ῥάκεα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> поражать, убивать (ἀνὴρ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἐδνοπάλιζεν Hom.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοπᾰλίζω Medium diacritics: δνοπαλίζω Low diacritics: δνοπαλίζω Capitals: ΔΝΟΠΑΛΙΖΩ
Transliteration A: dnopalízō Transliteration B: dnopalizō Transliteration C: dnopalizo Beta Code: dnopali/zw

English (LSJ)

   A shake violently, fling down, ἀνὴρ ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il. 4.472; τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις 'wrap thy old cloak about thee', Od. 14.512:—Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, of the polypus, its arms wave about, Opp.H.2.295.

German (Pape)

[Seite 651] fut. δνοπαλίξω (vgl. δονέω u. πάλλω), hin u. her schwingen, schütteln, werfen ; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.

Greek (Liddell-Scott)

δνοπᾰλίζω: μέλλ. -ξω, σείω βιαίως, καταρρίπτω, ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472˙ τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ δονέω).

French (Bailly abrégé)

f. δνοπαλίσω;
secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, càd nettoyer et rapiécer des haillons.
Étymologie: DELG δονέω, πάλλω.

English (Autenrieth)

doubtful word, ἀνὴρ δ' ἄνδῤ ἐδνοπάλιζεν, hustled, Il. 4.472 ; ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίζεις, you will bundle on your rags, Od. 14.512.

Spanish (DGE)

(δνοπᾰλίζω)
• Morfología: [fut. δνοπαλίξεις Od.14.512]
1 zarandear, enzarzarse con c. ac. de pers. ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν Il.4.472
dud., quizá sacudir τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις Od.l.c., cf. δνοπαλίζειν· κεντεῖν, ταράσσειν ... σείειν Paus.Gr.δ 22.
2 en v. med. bambolearse, ondear en torno γυῖα δνοπαλίζεται del pulpo, Opp.H.2.295.

Greek Monolingual

δνοπαλίζω (Α)
σείω βίαια, καταρρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό τών δονώ και πάλλω].

Greek Monotonic

δνοπᾰλίζω: μέλ. -ξω, κουνώ με βία, καταρρίπτω, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «τύλιξε τα κουρέλια σου στο σώμα σου», σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

δνοπᾰλίζω: 1) досл. трясти, потрясать, ирон. носить на себе, таскать (τὰ ῥάκεα Hom.);
2) поражать, убивать (ἀνὴρ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἐδνοπάλιζεν Hom.).