διοπεύω: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διοπεύω:''' έχω την [[επιστασία]], έχω την [[επίβλεψη]] της φόρτωσης ενός πλοίου, [[παρά]] Δημ. | |lsmtext='''διοπεύω:''' έχω την [[επιστασία]], έχω την [[επίβλεψη]] της φόρτωσης ενός πλοίου, [[παρά]] Δημ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to be in [[charge]] of a [[ship]], ap. Dem. [from [[δίοπος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 9 January 2019
English (LSJ)
A to be captain of a ship, δ. τὴν ναῦν (Harp., διοπτεύων codd.) Test. ap. D.35.20,34.
Greek (Liddell-Scott)
διοπεύω: ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, ἐπιβλέπω εἰς τὸ φορτίον καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. δίοπος, ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22.
French (Bailly abrégé)
être commandant de navire.
Étymologie: δίοπος¹, codd. διοπτεύω.
Spanish (DGE)
ser oficialde un barco διοπεύων τὴν ναῦν D.35.20, 34, cf. Hsch.
•fig. de una ciudad ἀκάτιον· ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων Hsch.
Greek Monolingual
διοπεύω (Α)
επιβλέπω τη φόρτωση πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
διοπεύω: έχω την επιστασία, έχω την επίβλεψη της φόρτωσης ενός πλοίου, παρά Δημ.