δολιχοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''δολῐχοδρόμος:''' -ον ([[δόλιχος]], ὁ, [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, [[διαδρομή]], [[δρομέας]] <i>δολίχου</i>, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχοδρόμος:''' ὁ долиходром, участник большого пробега Xen., Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχοδρόμος Medium diacritics: δολιχοδρόμος Low diacritics: δολιχοδρόμος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: dolichodrómos Transliteration B: dolichodromos Transliteration C: dolichodromos Beta Code: dolixodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A running the δόλιχος, Pl.Prt.335e, X.Smp.2.17:—Aeol. and Dor. δολιχαδρόμος, IG12(2).388 (Mytilene), CIG 2758 (Aphrodisias), IG5(1).19 (Sparta).

German (Pape)

[Seite 654] den Dolichos laufend: Plat. Prot. 835 e; Xen. Symp. 2, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχοδρόμος: -ον, ὁ τρέχων τὸν δόλιχον, ὡς τὸ σταδιοδρόμος, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε, Ξεν. Συμπ. 2, 17· δολιχαδρόμος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2758· - δολιχοδρομεύς, ὁ, Ἐπιγρ. Amer. Inst. 3. 292.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fournit la course du long stade.
Étymologie: δολιχός, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): δολιχα- IG 12(2).388 (Mitilene), 5(1).19.6 (Esparta)
I 1de pers., esp. de atletas corredor del δόλιχος o carrera de fondo Ἐργοτέλει Ἱμεραίῳ δολιχοδρόμῳ Pi.O.12 tít., οἱ δολιχοδρόμοι τὰ σκέλη μὲν παχύνονται X.Smp.2.17, cf. Pl.Prt.335e, Lg.822b, Arr.Epict.3.23.2, Plu.2.486b, Dem.6, Philostr.Gym.11, 32, op. σταδιεύς Them.Or.15.196a, δ. παῖς IG 5(1).19.6 (Esparta I/II d.C.), δὶς δ. IG 12(2).388 (Mitilene II d.C.), ἀνὴρ δ. corredor adulto de la carrera de larga distancia, IAphrodisias 3.52.3.2 (imper.), cf. ISmyrna 667.10 (III d.C.), IEphesos 1609.2 (imper.).
2 de anim. que corre largas distancias del caballo libio, Eutecnius C.Par.13.19.
II carrera de fondo, Zetes ... dolichodromo (vicit) Hyg.Fab.273.

Greek Monolingual

ο (Α δολιχοδρόμος, -ον και δολιχοδρομεύς, ο)
αγωνιστής δολίχου.

Greek Monotonic

δολῐχοδρόμος: -ον (δόλιχος, ὁ, δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, διαδρομή, δρομέας δολίχου, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δολιχοδρόμος: ὁ долиходром, участник большого пробега Xen., Plat., Plut.