δοξοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοξοκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που επιδιώκει [[φήμη]], ακόρεστα [[φιλόδοξος]].
|lsmtext='''δοξοκόπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που επιδιώκει [[φήμη]], ακόρεστα [[φιλόδοξος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δοξο-[[κόπος]], ον <i>adj</i> [[κόπτω]]<br />thirsting for [[popularity]].
}}
}}

Revision as of 13:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξοκόπος Medium diacritics: δοξοκόπος Low diacritics: δοξοκόπος Capitals: ΔΟΞΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: doxokópos Transliteration B: doxokopos Transliteration C: doksokopos Beta Code: docoko/pos

English (LSJ)

ον, =

   A thirsting for notoriety, Teles p.39H., Ph.2.269, Muson.Fr.7p.29H., D.Chr.32.24.

German (Pape)

[Seite 657] ehrsüchtig, Teles bei Stob. dor. 97, 51 M.; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δοξοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ περὶ τὴν δόξαν σφόδρα σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. δημοκόπος· -ἐντεῦθεν δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, φιλοδοξία ἀκόρεστος, αὐτόθι, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche la gloire ou les honneurs.
Étymologie: δόξα, κόπτω.

Spanish (DGE)

-ον
ansioso o deseoso de fama, de popularidad, ἄπληστος καὶ δ. καὶ δεισιδαίμων Bio Bor.34, cf. Teles p.39, Ph.2.269, Phld.Oec.22.24, Muson.7 (p.58.1), D.Chr.32.24, 34.31, Ast.Am.Hom.8.21.2.

Greek Monolingual

δοξοκόπος, ο (Α)
αυτός που κόπτεται για τη δόξα, υπερβολικά φιλόδοξος.

Greek Monotonic

δοξοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που επιδιώκει φήμη, ακόρεστα φιλόδοξος.

Middle Liddell

δοξο-κόπος, ον adj κόπτω
thirsting for popularity.