ἐκπρορέω: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπρορέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[απορρέω]], [[πηγάζω]], [[αναβλύζω]], ξεχύνομαι, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐκπρορέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[απορρέω]], [[πηγάζω]], [[αναβλύζω]], ξεχύνομαι, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπρορέω:''' поэт. = *[[ἐκπρορρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.
Spanish (DGE)
fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).
Greek Monolingual
ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.
Greek Monotonic
ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.