ἐκπέτομαι: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπέτομαι:''' ή -[[πέταμαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐξεπτόμην</i> ή <i>-άμην</i>, και σε Ενεργ. [[ἐξέπτην]]· [[πετώ]] [[μακριά]] απ' τη [[φωλιά]] ή [[πετώ]] προς τα πάνω και [[φεύγω]], σε Ησίοδ., Ευρ. | |lsmtext='''ἐκπέτομαι:''' ή -[[πέταμαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐξεπτόμην</i> ή <i>-άμην</i>, και σε Ενεργ. [[ἐξέπτην]]· [[πετώ]] [[μακριά]] απ' τη [[φωλιά]] ή [[πετώ]] προς τα πάνω και [[φεύγω]], σε Ησίοδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπέτομαι:''' (aor. 2 [[ἐξέπτην]]) вылетать, улетать (τινος Batr.; θὺραζε Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἐκπετ-πέταμαι Arist.HA554b1), fut.
A -πτήσομαι Ar.V.208 : aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.Av.788 ; also ἐξεπτάμην E.El.944, Pl.Ti.81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios) : also in act. form ἐξέπτην Hes.Op.98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12 : for aor. ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι :—fly out or away, ll. cc. : metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.
German (Pape)
[Seite 772] = ἐκπέταμαι, part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέτομαι: ἢ -πέταμαι (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε πέτομαι· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ φεύγω.
French (Bailly abrégé)
s’envoler.
Étymologie: ἐκ, πέτομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología:v. tb. ἐκπέταμαι; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.Au.788
echar a volar, volar de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.V.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.Au.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.HA 600a17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come Arist.HA 626a32
•fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.
Greek Monolingual
ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α)
1. πετώ και φεύγω
2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι
3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» — πετώ γύρω γύρω.
Greek Monotonic
ἐκπέτομαι: ή -πέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἐξεπτόμην ή -άμην, και σε Ενεργ. ἐξέπτην· πετώ μακριά απ' τη φωλιά ή πετώ προς τα πάνω και φεύγω, σε Ησίοδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέτομαι: (aor. 2 ἐξέπτην) вылетать, улетать (τινος Batr.; θὺραζε Hes.).