ἐπεγγελάω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεγγελάω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[περιγελώ]], [[κοροϊδεύω]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ [[έναντι]] κάποιου, με δοτ., σε Σοφ., Ξεν.· κατά τινος, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐπεγγελάω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[περιγελώ]], [[κοροϊδεύω]], [[χαίρομαι]], θριαμβολογώ [[έναντι]] κάποιου, με δοτ., σε Σοφ., Ξεν.· κατά τινος, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεγγελάω:''' насмехаться, издеваться (τινι Soph., Xen., Plut. и [[κατά]] τινος Soph.; ἐχθροῦ [[πρόσωπον]] ἐπεγγελῶντος Aeschin.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -άσομαι, Ep. iterative
A ἐπεγγελάασκε Q.S.14.397: —laugh at, exult over, τινί S.Aj.989, X.An.2.4.27; κατά τινος S.Aj. 969; ταῖς συμφοραῖς τινῶν J.AJ11.6.10: abs., S.Aj.454, Aeschin.2.182, Phld.Mort.20; ἐπεγγελόωσα Opp.H.2.303: c. acc. cogn., ὑβριστήν τινα γέλωτα Aristaenet.2.6.
German (Pape)
[Seite 908] (s. γελάω), verlachen, verspotten; τινί, Soph. Ai. 989; Xen. An. 2, 4, 27; absol., Aesch. 2, 182 u. Sp., wie Plut. C. Graech. 12; κατά τινος, Soph. Ai. 969; τινός, Poll. 8, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγγελάω: μέλλ. -άσομαι, γελῶ ἐπί τινι, περιγελῶ, ἐπισκώπτω, Λατ. irridere, φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Σοφ. Αἴ. 989, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 27· τί δῆτα τοῦδ’ ἐπεγγελῷεν ἂν κάτα; Σοφ. Αἴ. 969 (ἔνθα ὁ Ἐλμσλ. τοῦδ’ ἂν ἐγγελῷεν ἄν κάτα ἴδε σημ. Jebb καὶ πρβλ. ἐγγελάω)· ἀπολ., αὐτόθι 454, Αἰσχίν. 52. 28.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rire de, se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐγγελάω.
Greek Monotonic
ἐπεγγελάω: μέλ. -άσομαι, περιγελώ, κοροϊδεύω, χαίρομαι, θριαμβολογώ έναντι κάποιου, με δοτ., σε Σοφ., Ξεν.· κατά τινος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεγγελάω: насмехаться, издеваться (τινι Soph., Xen., Plut. и κατά τινος Soph.; ἐχθροῦ πρόσωπον ἐπεγγελῶντος Aeschin.).