ἐπηλυσίη: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(4) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπηλῠσίη:''' ἡ ([[ἐπήλυθον]]), [[κατακυρίευση]], [[κατάληψη]] από μάγια ή ξόρκια, [[μαγεία]], [[γοητεία]], [[σαγήνη]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''ἐπηλῠσίη:''' ἡ ([[ἐπήλυθον]]), [[κατακυρίευση]], [[κατάληψη]] από μάγια ή ξόρκια, [[μαγεία]], [[γοητεία]], [[σαγήνη]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπηλῠσίη:''' ἡ колдовство, чары HH. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 920] ἡ, (das Anthun), Bezauberung, Behexung, H. h. Cer. 228. 230 Merc. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηλῠσίη: ἡ, τὸ ἔρχεσθαι ἐπί τινα, ἐπίθεσις, ἰδίως διὰ μαγγανείας, μαγεία, γοητεία, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 228, εἰς Ἑρμῆν 37.- Ἐπικ. λέξις.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπῳδὴ φαρμάκων. ἢ ἔφοδός τινος».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sortilège, maléfice.
Étymologie: ἐπελεύσομαι.
Greek Monotonic
ἐπηλῠσίη: ἡ (ἐπήλυθον), κατακυρίευση, κατάληψη από μάγια ή ξόρκια, μαγεία, γοητεία, σαγήνη, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηλῠσίη: ἡ колдовство, чары HH.