ἐπιλίγδην: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιλίγδην:''' επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐπιλίγδην:''' επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπῑλίγδην:''' adv. поверхностно (по коже), слегка ([[ἄκρον]] ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): [[βλῆτο]] ὦμον δουρὶ [[ἄκρον]] ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλ-, Il.l.c.]
German (Pape)
[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.
English (Autenrieth)
βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.
Greek Monolingual
ἐπιλίγδην (Α)
επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα του ώμου, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].
Greek Monotonic
ἐπιλίγδην: επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῑλίγδην: adv. поверхностно (по коже), слегка (ἄκρον ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): βλῆτο ὦμον δουρὶ ἄκρον ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем.