ἐπιλαμπρύνω: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιλαμπρύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, κάνω [[κάτι]] λαμπρό, [[κοσμώ]], [[στολίζω]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιλαμπρύνω:''' μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, κάνω [[κάτι]] λαμπρό, [[κοσμώ]], [[στολίζω]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιλαμπρύνω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> делать великолепным, разукрашивать (τὸν οἶκον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> делать ясным, чистым: ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν Plut. их голос становится звонким. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A make splendid, adorn, τὴν οἰκίαν, τὸν οἶκον, Phld.Piet.74, Plu. Lys.30; γένος τιμαῖς D.H.6.41. 2. of sound, make loud and clear, raise high, τὸν ἦχον Id.Comp.14; τὴν φωνήν, of frogs, Plu.2.912c.
German (Pape)
[Seite 956] glänzend, hell machen, schmücken, οἶκον, τράπεζαν, Plut. Lysand. 30 Cleom. 13; γένος τιμαῖς D. Hal. 6, 41. 9, 50; – τὴν φωνήν, die Stimme hell ertönen lassen, Plut. quaest. nat. 2; vgl. D. Hal. C. V. p. 166.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλαμπρύνω: κάμνω τι λαμπρόν, κοσμῶ, τὸν οἶκον Πλουτ. Λύσανδ. 30· γένος τιμαῖς Διον. Ἁλ. 6. 41: - ἐπὶ ἤχου, καθιστῶ αὐτὸν εὐκρινῆ καὶ σαφῆ, οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἦχον ὁ αὐτ. π. Συνθ. σ. 77. 9· ἐπὶ φωνῆς, καθιστῶ αὐτὴν ὀξεῖαν, οἱ βάτραχοι, προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνὴν ὑπὸ χαρᾶς Πλούτ. 2. 912C.
French (Bailly abrégé)
1 rendre brillant, parer, embellir, acc.;
2 rendre clair en parl. du son, de la voix.
Étymologie: ἐπί, λαμπρύνω.
Greek Monolingual
ἐπιλαμπρύνω (Α) λαμπρός
1. κάνω λαμπρό, στολίζω κάτι
2. διευκρινίζω, διασαφίζω («οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἧχον», Διον. Αλ.)
3. (για φωνή) καθιστώ τη φωνή πιο δυνατή («oἱ βάτραχοι προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιλαμπρύνω: μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι λαμπρό, κοσμώ, στολίζω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλαμπρύνω: (ῡ)1) делать великолепным, разукрашивать (τὸν οἶκον Plut.);
2) делать ясным, чистым: ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν Plut. их голос становится звонким.