ἐπισυνδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπισυνδίδωμι:''' συνωθούμαι προς τα [[εμπρός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπισυνδίδωμι:''' συνωθούμαι προς τα [[εμπρός]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισυνδίδωμι:''' поддаваться, уступать (τινί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A rush in together, of streams, Plu.Aem.14.
German (Pape)
[Seite 987] (s. δίδωμι), nachgeben, sich nachsenken, Plut. Aemil. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνδίδωμι: συνωθοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπισυνδιδόντων ὁλκῇ καὶ φορᾷ τοῦ θλιβομένου πρὸς τὸ κενούμενον Πλουτ. Αἰμιλ. 14.
French (Bailly abrégé)
se joindre à, s’ajouter à.
Étymologie: ἐπί, συνδίδωμι.
Greek Monolingual
ἐπισυνδίδωμι (Α)
(για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»].
Greek Monotonic
ἐπισυνδίδωμι: συνωθούμαι προς τα εμπρός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυνδίδωμι: поддаваться, уступать (τινί Plut.).