ἐπινεφρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινεφρίδιος:''' -ον ([[νεφρός]]), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπινεφρίδιος:''' -ον ([[νεφρός]]), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινεφρίδιος:''' (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках ([[δημός]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεφρίδιος Medium diacritics: ἐπινεφρίδιος Low diacritics: επινεφρίδιος Capitals: ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epinephrídios Transliteration B: epinephridios Transliteration C: epinefridios Beta Code: e)pinefri/dios

English (LSJ)

ον,

   A upon the kidneys, δημός Il.21.204.

German (Pape)

[Seite 965] an den Nieren, δημός Il. 21, 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se trouve sur les reins.
Étymologie: ἐπί, νεφρός.

English (Autenrieth)

(νεφρός): over the kidneys, Il. 21.204†.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπινεφρίδιος, -ον)
νεοελλ.
1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια
οι επινεφρίδιοι αδένες
αρχ.
αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το λίπος επάνω στα νεφρά).

Greek Monotonic

ἐπινεφρίδιος: -ον (νεφρός), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινεφρίδιος: (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках (δημός Hom.).