εὐπρόσεδρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπρόσεδρος:''' -ον, = [[εὐπάρεδρος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''εὐπρόσεδρος:''' -ον, = [[εὐπάρεδρος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εὐπρόσεδρος]], ον = [[εὐπάρεδρος]], NTest.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσεδρος: -ον, διαφ. γραφ. ἀντὶ εὐπάρεδρος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
English (Strong)
from εὖ and the same as προσεδρεύω; sitting well towards, i.e. (figuratively) assiduous (neuter, diligent service): X attend upon.
English (Thayer)
εὐπρόσεδρον (εὖ, and πρόσεδρος (sitting near)), see εὐπάρεδρος.
Greek Monolingual
εὐπρόσεδρος, -ον (Α)
1. ευπάρεδρος
2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ-εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + -εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, πρό-εδρος].
Greek Monotonic
εὐπρόσεδρος: -ον, = εὐπάρεδρος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εὐπρόσεδρος, ον = εὐπάρεδρος, NTest.]