εὔορμος: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔορμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[καλά]] αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὔορμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[καλά]] αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔορμος:''' <b class="num">1)</b> имеющий хорошую стоянку, удобный для причала ([[λιμήν]] Hom., Hes., Eur.; γῆ Soph.; [[αἰγιαλός]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> мор. хорошо пришвартованный ([[νῆες]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with good mooring-places, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Od.4.358, 9.136, Hes.Sc.207, cf. Il.21.23; γῆ S.Ph.221; εὐορμότατοι λιμένες Ph.2.567. 2 well-moored, εὐόρμων . . πρυμνήσια νηῶν AP10.4 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 1085] mit guten Ankerplätzen, λιμήν, Il. 21, 23; Hes. Sc. 207; Eur. Tr. 125 u. sonst; γῆ, Soph. Phil. 221; αἰγιαλοί, Ep. ad. 129 (VI, 24); – νῆες, gut landend, vor Anker gehend, M. Argent. (X, 4).
Greek (Liddell-Scott)
εὔορμος: -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) καλῶς ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν Ἀνθ. Π. 10. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui offre un bon port.
Étymologie: εὖ, ὅρμος.
English (Autenrieth)
affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)
Greek Monolingual
εὔορμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.)
2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος].
Greek Monotonic
εὔορμος: -ον, 1. αυτός που έχει καλά αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.
2. καλά αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔορμος: 1) имеющий хорошую стоянку, удобный для причала (λιμήν Hom., Hes., Eur.; γῆ Soph.; αἰγιαλός Anth.);
2) мор. хорошо пришвартованный (νῆες Anth.).