θηλύμορφος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηλύμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει γυναικεία [[μορφή]], σε Ευρ. | |lsmtext='''θηλύμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει γυναικεία [[μορφή]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηλύμορφος:''' (ῠ) похожий на женщину, женоподобный Eur., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A woman-shaped, E.Ba.353; female in type, Arist. Phgn.809b37 (Comp.); ἰδέα Ph.2.261; θεότης Dam.Pr.204; of the number 4, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.
German (Pape)
[Seite 1207] weiblich gestaltet, Eur. Bacch. 353; Arist. physiogn. im compar.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν γυναικείαν, Εὐρ. Βάκχ. 353, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 10· ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 4, Νικομ. Γερασ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 144. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux formes féminines.
Étymologie: θῆλυς, μορφή.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α θηλύμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή γυναίκας
αρχ.
1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας
2. ο αριθμός τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, εύ-μορφος].
Greek Monotonic
θηλύμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει γυναικεία μορφή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θηλύμορφος: (ῠ) похожий на женщину, женоподобный Eur., Arst.