θηέομαι: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηέομαι:''' Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]· <i>θηεῖτο</i>, γʹ ενικ. | |lsmtext='''θηέομαι:''' Ιων. [[τύπος]] του [[θεάομαι]]· <i>θηεῖτο</i>, γʹ ενικ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηέομαι:''' Hom., Pind., Her., Theocr. = [[θεάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. form of θεάομαι. θήῃς,
A v. τίθημι.
German (Pape)
[Seite 1206] ion., u. θαέομαι dor., = θεάομαι, schauen, anschauen, gew. mit dem Nebenbegriffe des Bewunderns, anstaunen, θηεῦντο μέγα ἔργον Ἀχαιῶν, Il. 7, 444. 10, 524 Od.2, 13, neben θαμβέω Il. 23, 728; θηοῖο 24, 418; Her. ἐθηεῖτο τὸν Πόντον 4, 85, ἐθηεῦντο 3, 136, ἐθηήσαντο 3, 23, θηησάμενος 1, 11; – Hom. hat auch θησαίατο für θηήσαιντο, Od. 18, 191.
Greek (Liddell-Scott)
θηέομαι: Ἰων. τύπος τοῦ θεάομαι.
French (Bailly abrégé)
θηοῦμαι;
aux formes suiv. : prés. opt. 2ᵉ sg. θηοῖο, part. ion. θηεύμενος, impf. 1ᵉ pl. épq. ἐθηεύμεσθα, 3ᵉ pl. ion. ἐθηεῦντο ou θηεῦντο;
c. θεάομαι.
Étymologie: cf. θεάομαι, θάομαι.
English (Autenrieth)
(Att. θεάομαι), opt. 2 sing. θηοῖο, ipf. θηεῖτο, ἐθηεύμεθα, θηεῦντο, aor. 2 sing. θηήσαο, opt. θηήσαιο: gaze at, behold with admiration or delight; joined with θαμβεῖν, θαυμάζειν, Ψ , Od. 8.265.
Greek Monolingual
θηέομαι (Α)
ιων. τ. βλ. θεώμαι.
Greek Monotonic
θηέομαι: Ιων. τύπος του θεάομαι· θηεῖτο, γʹ ενικ.
Russian (Dvoretsky)
θηέομαι: Hom., Pind., Her., Theocr. = θεάομαι.