θυγατριδοῦς: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῠγατρῐδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] της κόρης, [[εγγονός]], σε Αττ.· Ιων. <i>-ιδέος</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''θῠγατρῐδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] της κόρης, [[εγγονός]], σε Αττ.· Ιων. <i>-ιδέος</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῠγατρῐδοῦς:''' ὁ стяж. = [[θυγατριδέος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A daughter's son, grandson, Is.8.17, Arist.Fr.473, Ph.2.82,425, OGI529.23 (Sebastopolis): acc. -δῆ, as though from nom. -δεύς, ib. 377.5 (Smyrna, i A.D.):—Ion. θῠγατρ-ιδέος Hdt.5.67, 69.
French (Bailly abrégé)
v. θυγατριδέος.
Greek Monolingual
θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α)
βλ. θυγατριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδοῦς < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφ-ιδούς)].
Greek Monotonic
θῠγατρῐδοῦς: -οῦ, ὁ, ο γιος της κόρης, εγγονός, σε Αττ.· Ιων. -ιδέος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
θῠγατρῐδοῦς: ὁ стяж. = θυγατριδέος.