ἱλήκω: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(5) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱλήκω:''' [ῑ] ([[ἵλαος]]), είμαι [[ευμενής]], [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, εἴκεν [[Ἀπόλλων]] [[ἡμῖν]] [[ἱλήκῃσι]] (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἱλήκω:''' [ῑ] ([[ἵλαος]]), είμαι [[ευμενής]], [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, εἴκεν [[Ἀπόλλων]] [[ἡμῖν]] [[ἱλήκῃσι]] (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἱλήκω]], [[ἵλαος]]<br />to be [[gracious]], [[εἴ κεν]] [[Ἀπόλλων]] [[ἡμῖν]] [[ἱλήκῃσι]] (epic 3rd sg. subj.) Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], (ἱλάσκομαι)
A to be gracious, of a god, once in Hom. in subj., εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Od.21.365; elsewh. in opt., ἱλήκοι Ἀπόλλων h.Ap.165; ἱλήκοις, Δέσποινα AP5.72 (Rufin.); ἱλήκοις, Πολιοῦχε ib.9.154 (Agath.); θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Alciphr.3.68, cf.Hld. 8.11, 9.25. (Prob. εἱλ-, cf. sq.)
Greek (Liddell-Scott)
ἱλήκω: ῑ, (ἵλαος) εἰμὶ ἵλεως, εὐμενής, ἐπὶ θεοῦ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. καθ’ ὑποτακτ., εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Ὀδ. Φ. 365· ἀλλαχοῦ κατ’ εὐκτικ., ἱλήκοις, Δέσποινα Ἀνθ. Π. 5. 73· ἱλήκοις, Πολιοῦχε αὐτόθι 9. 154, κ. ἀλλ.· θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Ἀλκίφρ. 3. 68.
Greek Monolingual
ἱλήκω (Α)
(για θεό) είμαι ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε].
Greek Monotonic
ἱλήκω: [ῑ] (ἵλαος), είμαι ευμενής, διάκειμαι ευνοϊκά, εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἱλήκω, ἵλαος
to be gracious, εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (epic 3rd sg. subj.) Od.