ἱππόστασις: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππόστᾰσις:''' -εως, ἡ, [[στάβλος]] αλόγων· μεταφ., Ἀελίου κνεφαία [[ἱππόστασις]], [[σκοτεινός]] [[στάβλος]] του Ήλιου, δηλ. η Δύση, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἱππόστᾰσις:''' -εως, ἡ, [[στάβλος]] αλόγων· μεταφ., Ἀελίου κνεφαία [[ἱππόστασις]], [[σκοτεινός]] [[στάβλος]] του Ήλιου, δηλ. η Δύση, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππόστᾰσις:''' εως ἡ конское стойло, конюшня ([[ἵππος]] ἐκ τῆς τυραννικῆς ἱπποστάσεως Polyb.): Ἀελίου κνεφαία ἱ. Eur. сумеречное стойло (коней) Солнца, т. е. дальний запад. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stable, Plb.13.8.3, Ph. 2.307 (pl.), Poll.1.184, Anon.Oxy.1368.46: metaph., Ἀελίου κνεφαία ἱππόστασις the dark stable of the Sun, i.e. the West, E.Alc.594 (lyr.); but Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ' ἱπποστάσεις, of the East, Id.Fr.771.5.
German (Pape)
[Seite 1261] ἡ, Pferdestand, Pferdestall, Poll. 1, 184; Pol. 13, 8, 3; Ἀελίου κνεφαία ἱππόστασις, des Helios dämmernde Pferderast, ist der Abend, Eur. Morgen bezeichnet als ἕω φαεννὰν ἡλίου θ' ἱπποστάσεις, der Sonne lichten Rossestand.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόστᾰσις: -εως, ἡ, στάβλος ἵππων, Πολύβ. 13. 8, 3, Φίλων 2. 307, Πολυδ. Α΄, 184· - μεταφ., Ἀελίου κνεφαία ἱππόστασις, ὁ σκοτεινὸς στάβλος τοῦ Ἡλίου, δηλ. αἱ δυσμαί, Εὐρ. Ἄλκ· 594· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, Ἕω φαεννάν, ἡλίου θ’ ὑποστάσεις, αἱ ἀνατολαί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 771.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
halte ou repos des chevaux du soleil, càd le moment où ils rentrent à l’écurie (le soir).
Étymologie: ἵππος, στάσις.
Greek Monolingual
ἱππόστασις, ἡ (Α)
1. ιπποστάσιο
2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» — ο σκοτεινός στάβλος του Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ.
β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ' ἱπποστάσεις» — ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων του Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -στασις (< στάσις < ἵστημι), πρβλ. αιγό-στασις, βού-στασις].
Greek Monotonic
ἱππόστᾰσις: -εως, ἡ, στάβλος αλόγων· μεταφ., Ἀελίου κνεφαία ἱππόστασις, σκοτεινός στάβλος του Ήλιου, δηλ. η Δύση, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόστᾰσις: εως ἡ конское стойло, конюшня (ἵππος ἐκ τῆς τυραννικῆς ἱπποστάσεως Polyb.): Ἀελίου κνεφαία ἱ. Eur. сумеречное стойло (коней) Солнца, т. е. дальний запад.