καθηδυπαθέω: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθηδῠπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξοδεύω]] σε απολαύσεις, [[κατασπαταλώ]], [[διασπαθίζω]], σε Ξεν., Πλούτ. | |lsmtext='''καθηδῠπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξοδεύω]] σε απολαύσεις, [[κατασπαταλώ]], [[διασπαθίζω]], σε Ξεν., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καθ-ηδυπαθέω verspillen, verkwisten. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A squander in luxury or revelling, τοὺς δαρεικούς X. An.1.3.3; τὰς εὐπορίας D.H.20.8; τὸν Χρόνον κ. καὶ ἀναλίσκειν Plu. Ant.28; τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς κ. Luc.DMort.12.6: abs., Ph.2.106,357, Alciphr.1.21.
German (Pape)
[Seite 1284] verschwelgen, verprassen; Geld, Xen. An. 1, 3, 3; καὶ ἀναλίσκειν τὸν χρόνον Plut. Anton. 28; τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc. D. Mort. 12, 7.
Greek (Liddell-Scott)
καθηδῠπαθέω: ἀσωτεύω, δαπανῶ τι εἰς ἡδονὰς καὶ πολυτέλειαν, δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ οὐδὲ καθηδυπάθησα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3· τὸν χρόνον καθ. καὶ ἀναλίσκειν Πλουτ. Ἀντών. 28· τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς καθ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre dans la mollesse ou les plaisirs sa fortune ou son temps.
Étymologie: κατά, ἡδυπαθέω.
Greek Monotonic
καθηδῠπᾰθέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω σε απολαύσεις, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, σε Ξεν., Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ηδυπαθέω verspillen, verkwisten.