καρύκινος: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰρύκινος:''' -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.
|lsmtext='''κᾰρύκινος:''' -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρύκινος:''' (ῡ) кроваво-красный, алый ([[ἱμάτιον]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκινος Medium diacritics: καρύκινος Low diacritics: καρύκινος Capitals: ΚΑΡΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: karýkinos Transliteration B: karykinos Transliteration C: karykinos Beta Code: karu/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of the colour of καρύκη, dark-red, X.Cyr.8.3.3.

German (Pape)

[Seite 1331] von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρύκῐνος: -η, -ον, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς καρύκης, δηλ. βαθὺ κόκκινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.
Étymologie: καρύκη.

Greek Monolingual

καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθ-ινος, φοίνικ-ινος)].

Greek Monotonic

κᾰρύκινος: -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρύκινος: (ῡ) кроваво-красный, алый (ἱμάτιον Xen.).