καταρρακόω: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ. | |lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρακόω:''' разрывать в клочья, растерзывать ([[ἄναρθρος]] καὶ κατερρακωμένος Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.
Greek Monotonic
καταρρᾰκόω: σχίζω σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. κατερρακωμένος, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταρρακόω: разрывать в клочья, растерзывать (ἄναρθρος καὶ κατερρακωμένος Soph.).