καταρόω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰρόω:''' μέλ. <i>-όσω</i>, [[οργώνω]], <i>τὴν γῆν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατᾰρόω:''' μέλ. <i>-όσω</i>, [[οργώνω]], <i>τὴν γῆν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰρόω:''' вспахивать (τὴν γῆν Arph.).
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰρόω Medium diacritics: καταρόω Low diacritics: καταρόω Capitals: ΚΑΤΑΡΟΩ
Transliteration A: kataróō Transliteration B: kataroō Transliteration C: kataroo Beta Code: kataro/w

English (LSJ)

   A plough up, τὴν γῆν Ar.Av.582: fut. -αρόσω Jusj. ap. Poll.8.106: 2sg. aor. κατήροσας Hsch.

German (Pape)

[Seite 1374] (s. ἀρόω), beackern, bestellen, γῆν, Ar. Av. 582; vgl. Poll. 8, 106. Nach Hesych. auch übtr., = φυτεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰρόω: ἀροτριῶ ἐντελῶς, καταροῦσι τὴ γῆν τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 582˙ πλεύσω δὲ καὶ καταρόσω ὁπόσην ἂν παραδέξωμαι, ὁ ὅρκος τῶν ἐφήβων, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 106 (Ἡσύχ.˙ καὶ μεταφορ., φυτεύω, γεννῶ).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
labourer entièrement.
Étymologie: κατά, ἀρόω.

Greek Monotonic

κατᾰρόω: μέλ. -όσω, οργώνω, τὴν γῆν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰρόω: вспахивать (τὴν γῆν Arph.).