καταφυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφυγγάνω:''' = [[καταφεύγω]], σε Ηρόδ., Αισχίν.
|lsmtext='''καταφυγγάνω:''' = [[καταφεύγω]], σε Ηρόδ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφυγγάνω:''' Her., Aeschin. = [[καταφεύγω]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφυγγάνω Medium diacritics: καταφυγγάνω Low diacritics: καταφυγγάνω Capitals: ΚΑΤΑΦΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: kataphyngánō Transliteration B: kataphynganō Transliteration C: katafyggano Beta Code: katafugga/nw

English (LSJ)

   A = καταφεύγω, Hdt.6.16, Aeschin.3.208, PCair.Zen.495.10 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

καταφυγγάνω: καταφεύγω, Ἡρόδ. 6. 16, Αἰσχίν. 83. 39.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
καταφεύγω.

Greek Monolingual

καταφυγγάνω (Α)
καταφεύγω, βρίσκω καταφύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυγγάνω «φεύγω»].

Greek Monotonic

καταφυγγάνω: = καταφεύγω, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

καταφυγγάνω: Her., Aeschin. = καταφεύγω.