κηρόπλαστος: Difference between revisions
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κηρόπλαστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> πλασμένος με [[κερί]], [[κέρινος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> = [[κηρόδετος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κηρόπλαστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> πλασμένος με [[κερί]], [[κέρινος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> = [[κηρόδετος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κηρόπλαστος:''' <b class="num">1)</b> вылепленный из воска (μελίσσης [[ὄργανον]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> изящный, как восковая фигурка или нежный как воск (Ξανθώ Anth.);<br /><b class="num">3)</b> скрепленный воском ([[δόναξ]] Aesch. - v. l. [[κηρόπακτος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, πλάσσω)
A moulded of wax, μελίσσης κ. ὄργανον S.Fr.398.5: metaph., of a girl, AP9.570 (Phld.). 2 = κηρόδετος, δόναξ A. Pr.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1433] aus Wachs gebildet; μελίσσης ὄργανον Soph. frg. 464, wie Schol. Eur. Phoen. 115, von den Honigwaben; – δόναξ, mit Wachs zusammengefügt, Aesch. Prom. 574. – Bei Philodem. 32 (IX, 570) übertr. von der Schönheit eines Mädchens.
Greek (Liddell-Scott)
κηρόπλαστος: -ον, (πλάσσω) ὁ ἐκ κηροῦ πεπλασμένος, κήρινος, μελίσσης κ. ὄργανον Σοφ. Ἀποσπ. 464· ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 570. 2) = κηρόδετος, δόναξ Αἰσχύλ. Πρ. 574· ὁ Meineke προτείνει κηρόπακτος (δηλ. -πηκτος) = κηροπαγής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ajusté, collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, πλαστός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κηρόπλαστος, -ον)
ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.)
αρχ.
1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.)
2. κηρόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλαστός (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. πηλό-πλαστος, σιδηρό-πλαστος].
Greek Monotonic
κηρόπλαστος: -ον, 1. πλασμένος με κερί, κέρινος, σε Ανθ.
2. = κηρόδετος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κηρόπλαστος: 1) вылепленный из воска (μελίσσης ὄργανον Soph.);
2) изящный, как восковая фигурка или нежный как воск (Ξανθώ Anth.);
3) скрепленный воском (δόναξ Aesch. - v. l. κηρόπακτος).