κεντρηνεκής: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεντρηνεκής:''' -ές (*ἐνέγκω), κεντρισμένος ή υποκινημένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κεντρηνεκής:''' -ές (*ἐνέγκω), κεντρισμένος ή υποκινημένος, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεντρηνεκής:''' подгоняемый стрекалом, пришпориваемый (ἵπποι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A spurred or goaded on, ἵπποι Il.5.752, 8.396.
German (Pape)
[Seite 1418] ές, mit dem Stachel angetrieben, angespornt (ἐνεγκεῖν), ἵπποι, Il. 5, 752. 8, 396.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρηνεκής: -ές, κεντούμενος, παροτρυνόμενος, ἵπποι Ἰλ. Ε. 752., Θ. 396.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
pressé par l’aiguillon.
Étymologie: κέντρον, ἐνεγκεῖν.
English (Autenrieth)
ές: goaded on. (Il.)
Greek Monolingual
κεντρηνεκής, -ές (Α)
(για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -ηνεκής. Το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε τ. -ενεκ-ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν, ἐνεχθῆναι με τροπή του αρχικού -ε- σε -η- λόγω της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δι-ηνεκής, δουρ-ηνεκής)].
Greek Monotonic
κεντρηνεκής: -ές (*ἐνέγκω), κεντρισμένος ή υποκινημένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κεντρηνεκής: подгоняемый стрекалом, пришпориваемый (ἵπποι Hom.).