κοινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''κοινόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινόφρων:''' 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).
}}
}}

Revision as of 23:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόφρων Medium diacritics: κοινόφρων Low diacritics: κοινόφρων Capitals: ΚΟΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: koinóphrōn Transliteration B: koinophrōn Transliteration C: koinofron Beta Code: koino/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A like-minded with, τινι E.Ion577, IT1008.

German (Pape)

[Seite 1469] ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κοινὸν φρόνημα μετά τινος, τινὶ Εὐρ. Ἴων 577, Ι. Τ. 1008.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
en communauté de sentiments avec, τινι.
Étymologie: κοινός, φρήν.

Greek Monolingual

κοινόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό-φρων, παρά-φρων].

Greek Monotonic

κοινόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει την ίδια γνώμη, τινί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κοινόφρων: 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).