λήϊον: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λήϊον:''' Δωρ. [[λᾷον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> [[σπαρτά]], [[χωράφι]] [[πριν]] το θερισμό, Λατ. [[seges]], ὡς δ' [[ὅτε]] κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήϊον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]], [[σιτοβολώνας]], σε Θεόκρ., Βάβρ. | |lsmtext='''λήϊον:''' Δωρ. [[λᾷον]], τό,<br /><b class="num">1.</b> [[σπαρτά]], [[χωράφι]] [[πριν]] το θερισμό, Λατ. [[seges]], ὡς δ' [[ὅτε]] κινήσῃ [[Ζέφυρος]] βαθὺ [[λήϊον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αγρός]] σπαρμένος με [[σιτάρι]], [[σιτοβολώνας]], σε Θεόκρ., Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λήϊον:''' дор. [[λαῖον]] и стяж. [[λᾷον]] τό нива, посев ([[βαθύ]] Hom.; τοῦ σίτου Arst.; κάρπιμον Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), Dor. λᾷον (q.v.), τό,
A standing crop, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λ. Il.2.147, al., cf. Hes.Sc.288, Hdt.1.19, Pherecr.20 (pl.); τοῦ σίτου τὸ λ. Arist.HA612a32; λ. σίτου βαθύ Arr.An.1.4.1; λήϊά τε σταχύων IG14.1389ii 10. 2 in later Poets, also, corn-field, Theoc.10.42 (in Dor. form); ληΐου κόμῃ Babr.88.3. 3 = λεία, booty, SIG3g (Susa, from Didyma, v B.C.).
λήϊον (B), τό, v.λῄδιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
champ de blé ; moisson ; champ ensemencé.
Étymologie: R. ΛαϜ, v. *λάω.
Greek Monolingual
λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α)
1. αθέριστοι καρποί του αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.)
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι
3. η λεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον «κέρδος, προϊόν». Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα απολαύω και λεία (ιων. τ. ληΐη)].
Greek Monotonic
λήϊον: Δωρ. λᾷον, τό,
1. σπαρτά, χωράφι πριν το θερισμό, Λατ. seges, ὡς δ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ησίοδ., Ηρόδ.
2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιτοβολώνας, σε Θεόκρ., Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
λήϊον: дор. λαῖον и стяж. λᾷον τό нива, посев (βαθύ Hom.; τοῦ σίτου Arst.; κάρπιμον Theocr.).