κυδιάνειρα: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''κῡδιάνειρα:''' ἡ ([[κῦδος]], [[ἀνήρ]]), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει [[δόξα]] ή [[φήμη]], [[τιμή]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδῐάνειρα:''' (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей ([[μάχη]], [[ἀγορή]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδῐάνειρα Medium diacritics: κυδιάνειρα Low diacritics: κυδιάνειρα Capitals: ΚΥΔΙΑΝΕΙΡΑ
Transliteration A: kydiáneira Transliteration B: kydianeira Transliteration C: kydianeira Beta Code: kudia/neira

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ, (κῦδος) fem.Adj.

   A bringing men glory or renown, Homeric epith. of μάχη, Il.4.225, al.; once of the ἀγορή, 1.490; of Φύσις, Orph.H.10.5.    II Pass., glorified by men, famous for men, Σπάρτα APl.1.1 (Damag.).

German (Pape)

[Seite 1524] ἡ (das mascul. kommt nicht vor, vgl. βωτιάνειρα, ἀντιάνειρα), den Mann verherrlichend, dem Manne Ruhm bringend; häufiges Beiwort von μάχη, Il. 4, 225 u. sonst; einmal auch ἀγορή, 1, 490; Damaget. 3 (Plan. 1) nennt so auch Sparta, das von Männern verherrlichte, durch Männer berühmt gewordene.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδιάνειρα: ἡ, (κῦδος) ὡς τὸ ἀντιάνειρα, βωτιάνειρα, κτλ., ὡς ἐξ ἀρσ. εἰς -άνωρ, ἡ εἰς τοὺς ἄνδρας προξενοῦσα δόξαν, ἡ λαμπρύνουσα αὐτοὺς καὶ καθιστῶσα περιφήμους, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ μάχη, Ἰλ. Δ. 255, κτλ.· ἅπαξ ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, εἰς ἀγορήν... κυδιάνειραν Α. 490· ἐπὶ τῆς Φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5. ΙΙ. Παθ., δοξασθεὶς ὑπὸ ἀνδρῶν, πεφημισμένος δι’ ἄνδρας, Σπάρτη Ἀνθ. Πλαν. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
1 qui rend glorieux;
2 illustre.
Étymologie: κυδιάω.

Spanish

ilustre

Greek Monolingual

κυδιάνειρα, ἡ (Α)
1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες
2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι- (< κῦδος) + -άνειρα (θηλ. του ἀνήρ), πρβλ. βωτι-άνειρα].

Greek Monotonic

κῡδιάνειρα: ἡ (κῦδος, ἀνήρ), αυτή που καθιστά ενδόξους τους άνδρες ή τους εξευγενίζει, που τους αποδίδει δόξα ή φήμη, τιμή, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ., δοξασμένος από άνδρες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῡδῐάνειρα: (ᾰν) adj. f приносящая мужам славу, прославляющая мужей (μάχη, ἀγορή Hom.).