μαχήμων: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολεμοχαρής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. | |lsmtext='''μᾰχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολεμοχαρής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰχήμων:''' 2, gen. ονος воинственный, боевой ([[κραδίη]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:47, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A warlike, Il.12.247; βῶλος, of the soil of Colchis, AP4.3b.22 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχήμων: -ον, γεν. ονος, φιλοπόλεμος, πολεμικός, Ἰλ. Μ. 247, Ἀνθ. Π. 4. 3, 68.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
belliqueux.
Étymologie: μάχομαι.
English (Autenrieth)
warlike, Il. 12.247†.
Greek Monolingual
μαχήμων, -ον (Α)
1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδικά για το έδαφος της Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων, θελ-ήμων)].
Greek Monotonic
μᾰχήμων: -ον, γεν. -ονος, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχήμων: 2, gen. ονος воинственный, боевой (κραδίη Hom.).