μάρτυρος: Difference between revisions
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάρτῠρος:''' ὁ, αρχ. Επικ. [[τύπος]] αντί [[μάρτυς]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''μάρτῠρος:''' ὁ, αρχ. Επικ. [[τύπος]] αντί [[μάρτυς]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάρτῠρος:''' ὁ Hom. = [[μάρτυς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Ep. form for
A μάρτυς, ἐστὲ μάρτυροι Il. 2.302, etc.; also in Central Greece, IG9(1).226 (Drymaea), 364 (Naupactus), GDI 1684, al. (Delph.), etc.: sg. once in Od., οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος 16.423, cf. PGen.54.6 (iv A.D.). (Zenod. rejected this form, but it is defended in Sch. Il.Oxy.1087.22.)
German (Pape)
[Seite 97] ὁ, altepisch = μάρτυς, Zeuge, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος, Od. 16, 423, mit dem Nebenbegriffe des Beistandes u. Schutzes; im plur., ἐστὲ μάρτυροι, Il. 2, 302, öfter, θεοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται, 22, 255; vgl. Duentzer Zenodot. p. 52; der plur. steht auch Inscr. 1702 ff.
Greek (Liddell-Scott)
μάρτῠρος: ὁ, ἀρχαῖος Ἐπικ. τύπος ἀντὶ μάρτυρ, μάρτυς· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
témoin, protecteur.
Étymologie: cf. μάρτυς.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
μάρτυρος, ὁ (ΑM)
βλ. μάρτυρας.———————— (II)
ο
κοινή ονομασία του πτηνού τρίνγχη η κοινή.
Greek Monotonic
μάρτῠρος: ὁ, αρχ. Επικ. τύπος αντί μάρτυς, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
μάρτῠρος: ὁ Hom. = μάρτυς.