μακροφλυαρήτης: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακροφλυᾱρήτης:''' ὁ, [[ανιαρός]] [[συνομιλητής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μακροφλυᾱρήτης:''' ὁ, [[ανιαρός]] [[συνομιλητής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακροφλυᾱρήτης:''' ου ὁ неугомонный болтун Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A tedious prater, ib.11.134 (Lucill.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bavard intarissable.
Étymologie: μακρός, φλυαρέω.
Greek Monolingual
μακροφλυαρήτης, ὁ (Α)
ο πολύ φλύαρος, πολυλόγος σε μέγιστο βαθμό, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φλυαρώ].
Greek Monotonic
μακροφλυᾱρήτης: ὁ, ανιαρός συνομιλητής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μακροφλυᾱρήτης: ου ὁ неугомонный болтун Anth.