νυγμή: Difference between revisions
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυγμή:''' ἡ ([[νύσσω]]), κέντρισμα, [[τσίμπημα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''νυγμή:''' ἡ ([[νύσσω]]), κέντρισμα, [[τσίμπημα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυγμή:''' ἡ укол Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, = sq., Plu.Ant.86. 2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.
Greek (Liddell-Scott)
νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.
Greek Monolingual
νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].
Greek Monotonic
νυγμή: ἡ (νύσσω), κέντρισμα, τσίμπημα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
νυγμή: ἡ укол Plut.