ὁμόρροθος: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόρροθος:''' -ον, [[κυρίως]], αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον [[άλλο]]· απ' όπου, [[διπλανός]], [[κοντινός]], σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, <i>-ον</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὁμόρροθος:''' -ον, [[κυρίως]], αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον [[άλλο]]· απ' όπου, [[διπλανός]], [[κοντινός]], σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, <i>-ον</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόρροθος:''' Theocr. = [[ὁμορρόθιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, prop.
A rowing together : hence, side by side, στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.Ep.3.5 :—also ὁμο-ρρόθιος, ον, AP7.374 (Marc. Arg.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόρροθος: -ον, κυρίως ὁ ὁμοῦ κωπηλατῶν· ὅθεν, ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - οὕτως, ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait du bruit en même temps, particul. qui rame en même temps ; fig. qui agit de concert, qui est d’accord.
Étymologie: ὁμοῦ, ῥοθέω.
Greek Monolingual
ὁμόρροθος, -ον (Α)
1. αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που ενεργεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ῥόθος «ο ήχος του κουπιού κατά την κωπηλασία» (πρβλ. ταχύ-ρροθος)].
Greek Monotonic
ὁμόρροθος: -ον, κυρίως, αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο· απ' όπου, διπλανός, κοντινός, σε Θεόκρ.· επίσης, ὁμορρόθιος, -ον, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόρροθος: Theocr. = ὁμορρόθιος.