ὁπωσοῦν: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπωσοῦν:''' ή ὅπωςοὖν, με οποιονδήποτε τρόπο, με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, Λατ. utcunque, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπωστιοῦν]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὁπωσοῦν:''' ή ὅπωςοὖν, με οποιονδήποτε τρόπο, με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, Λατ. utcunque, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπωστιοῦν]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπωσοῦν:''' adv. каким-то образом, так или иначе: σκοπεῖσθαι, [[εἴτε]] διδακτόν ἐστιν, εἴτ ὁ. Plat. рассмотреть, можно ли научить (добродетели), или дело обстоит иначе; οὐδ᾽ ὁ. Thuc., Isocr. никоим образом, никак, нисколько.
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 367] auf welche Weise auch; Plat. Phil. 40 d u. öfter; εἴτε διδακτόν ἐστιν εἴτε ὁπωσοῦν, Men. 86 e; Xen. Cyr. 8, 3, 14 u. öfter; ὁπωσοῦν ζῆν, Isocr. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière quelconque ; οὐδ’ ὁπωσοῦν, pas le moins du monde.
Étymologie: ὅπως, οὖν.

Greek Monolingual

ὅπως οὖν και όπωσοῡν)
επίρρ. κατά κάποιο τρόπο, κάπως («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν ὅστις καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων ἐπιτήδειος εἶναι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπως + οὖν].

Greek Monotonic

ὁπωσοῦν: ή ὅπωςοὖν, με οποιονδήποτε τρόπο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, Λατ. utcunque, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, ὁπωστιοῦν, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπωσοῦν: adv. каким-то образом, так или иначе: σκοπεῖσθαι, εἴτε διδακτόν ἐστιν, εἴτ ὁ. Plat. рассмотреть, можно ли научить (добродетели), или дело обстоит иначе; οὐδ᾽ ὁ. Thuc., Isocr. никоим образом, никак, нисколько.