Παιηόνιος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Παιηόνιος:''' -α, -ον, [[θεραπευτής]], όπως το [[Παιώνιος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''Παιηόνιος:''' -α, -ον, [[θεραπευτής]], όπως το [[Παιώνιος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Παιηόνιος]], η, ον<br />[[healing]], like [[Παιώνιος]], Anth. [from [[παιήσω]], f. of [[παίω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A healing, like Παιώνιος, APl.4.270 (Magnus):— fem. Παιηονίς, ίδος, v. l. for παιωνιάς, AP11.382.6 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
Παιηόνιος: -α, -ον, ἰώμενος, θεραπεύων, ὡς τὸ Παιώνιος, Ἀνθ. Πλαν. 270· θηλυκ. Παιηονίς, ίδος, διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ παιωνιάς, Ἀνθ. Π. 11. 382, 6.
Greek Monolingual
Παιηόνιος, -ία, -ον, θηλ. και Παιηονίς, -ίδος (Α) Παιήων, -ονος]]
αυτός που θεραπεύει, θεραπευτής.
Greek Monotonic
Παιηόνιος: -α, -ον, θεραπευτής, όπως το Παιώνιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
Παιηόνιος, η, ον
healing, like Παιώνιος, Anth. [from παιήσω, f. of παίω