ὀνοματοποιέω: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνομᾰτοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δημιουργώ]], [[πλάθω]] ονόματα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀνομᾰτοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[δημιουργώ]], [[πλάθω]] ονόματα, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνομᾰτοποιέω:''' <b class="num">1)</b> создавать имена, придумывать наименования Arst.;<br /><b class="num">2)</b> создавать названия путем звукоподражания: ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Sext. звукоподражательные слова. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A coin names, Arist. Cat.7a5, EN1108a18, Top.104b36, Phld.Mus.p.54 K., Ph.1.602, S.E. M.1.314, Gal.2.736.
German (Pape)
[Seite 349] Namen, Wörter machen, bilden, Arist. eth. 2, 7 Categ. 7 u. Folgende, bes. Gramm., nach einem Naturlaut ein Wort bilden, ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις S. Emp. adv. gramm. 314.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοποιέω: ποιῶ, κατασκευάζω ὀνόματα, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 11· σχηματίζω λέξεις κατὰ μίμησιν τῶν φυσικῶν ἤχων τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 10, 9· ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 314. ― Παθητ. πρκμ. ὠνοματοπεποίηται Εὐστ. 1382, 30 (ὀρθότ. ὠνοματοποίηται).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 former des noms;
2 former un mot par imitation d’un son naturel, par onomatopée.
Étymologie: ὄνομα, ποιέω.
Greek Monotonic
ὀνομᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, δημιουργώ, πλάθω ονόματα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰτοποιέω: 1) создавать имена, придумывать наименования Arst.;
2) создавать названия путем звукоподражания: ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Sext. звукоподражательные слова.