παραδηλόω: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραδηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω γνωστό με πλάγιο τρόπο, [[αναγγέλλω]], [[υπαινίσσομαι]], σε Δημ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατηγορώ]] [[κρυφά]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''παραδηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω γνωστό με πλάγιο τρόπο, [[αναγγέλλω]], [[υπαινίσσομαι]], σε Δημ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατηγορώ]] [[κρυφά]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραδηλόω:''' <b class="num">1)</b> мимоходом или намеками разъяснять или внушать (τι Dem., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (как бы) вскользь обвинять Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A intimate, insinuate, hint at, D.19.22; ὡς . . Plu.Crass. 18, etc.:—Pass., Hp.Ep.12. 2 inform against, Plu.Alex.49.
German (Pape)
[Seite 476] nebenbei oder versteckt anzeigen, ὑπῃνίττετο καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν, Dem. 19, 22; Plut. Alex. 49 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραδηλόω: δηλῶ, φανερώνω ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀναγγέλλω πλαγίως, ὑπαινίττομαι, Δημ. 384. 7, Πλουτ. Κράσσ. 18, κτλ. - Παθ., Ἱππ. 1275. 28. 2) κατηγορῶ ἐκ τοῦ πλαγίου, κρυφίως καταγγέλλω τινά, Πλουτ. Ἀλέξ. 49.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 donner à entendre, insinuer;
2 accuser en dessous.
Étymologie: παρά, δηλόω.
Greek Monotonic
παραδηλόω: μέλ. -ώσω,
1. κάνω γνωστό με πλάγιο τρόπο, αναγγέλλω, υπαινίσσομαι, σε Δημ., Πλούτ.
2. κατηγορώ κρυφά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παραδηλόω: 1) мимоходом или намеками разъяснять или внушать (τι Dem., Plut.);
2) (как бы) вскользь обвинять Plut.